- περσιστι
- περσιστίadv. по-персидски Her., Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Περσιστί — in the Persian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσιστί — in the Persian tongue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περσιστί — ΜΑ επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά αρχ. σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί)] … Dictionary of Greek